- εὐκατάληκτος
- εὐκατά-ληκτος, ον,A with a good termination, Eust.1613.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάληκτον — εὐκατάληκτος with a good termination masc/fem acc sg εὐκατάληκτος with a good termination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)